τσα-τσα

τσα-τσα
και τσατσά, το, Ν
άκλ. χορός λατινοαμερικανικής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμερικανοϊσπ. cha cha cha].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσα(ν)τίζομαι — τσα(ν)τίζομαι, τσα(ν)τίστηκα, τσα(ν)τισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσα(ν)τίζω — τσα(ν)τίζω, τσά(ν)τισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τσάτσα — και τσατσά, η, Ν 1. θεία 2. γιαγιά 3. ειρων. χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. τσατσά έχει σχηματιστεί με επανάληψη τού τ. τσα (< θεια), κατά τα γιαγιά, μαμά, ενώ, κατ άλλη άποψη, από το βουλγ. tsitsa «θεία», ενώ ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • τσαπουρνιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών. * * * και τσαπρουνιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού αγκαθωτού φυτού Prunus spinosa, τού γένους προύνος,… …   Dictionary of Greek

  • Τουλούζ - Λοτρέκ, Ανρί ντε- — (Toulouse Lautrec, πληρέστερα Henri Marie Raimond de Monfa de Toulouse – Lautrec, Αλμπί 1864 – Μαλρομέ 1901). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής διαφημίσεων. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του, βρήκε τη γνησιότερη έκφραση του εαυτού του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”